τζιν

τζιν
(gin). Οινοπνευματώδες ποτό, που παρασκευάζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες από σιτηρά (κριθάρι, σιτάρι, βρώμη) και αρωματίζεται με καρπούς κέδρου ή άλλες ουσίες (φλούδα λεμονιού ή πορτοκαλιού, κασσία, κάρδαμο, ρίζα ίριδας κ.ά.). Τη στιγμή της εμφιάλωσης το περιεχόμενο σε οινόπνευμα κυμαίνεται από 80-93°. Η ονομασία του ποτού προέρχεται από τη Γενεύη, όπου έδιναν αυτό το όνομα σε ένα παρόμοιο προϊόν κατασκευασμένο σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στην Ολλανδία. Τα τ. της Γενεύης ή της Ολλανδίας είναι επίσης γνωστά ως Σναπς ή Σιένταμ.
* * *
(I)
το, Ν
άκλ. (ξεν.) (τροφ. τεχνολ.) αρωματικό οινοπνευματώδες ποτό εξ αποστάξεως το οποίο παρασκευάζεται συνήθως από πολτό βύνης και νερού και έχει ως κύριο αρωματικό συστατικό τον καρπό ενός είδους κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. gin, τ. πλασμένος από τη λ. geneva «είδος δυνατού αλκοολούχου ποτού» < ολλ. genever, παλαιότερο τ. τής λ. jenever «κέδρος» (< λατ. juniperus) κατ' επίδραση τού Geneva «Γενεύη, πόλη τής Ελβετίας»].
————————
(II)
το, Ν
βλ. τζίνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τζιν — το άκλ. (λ. αγγλ.), αγγλοσαξονικό οινοπνευματώδες ποτό από απόσταξη σιτηρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέλι, Τζιν — (Gene Kelly, 1912 – 1996). Αμερικανός ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης και χορογράφος. Υπήρξε για πολλά χρόνια –και κυρίως στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950– συνώνυμο του εμπορικού χορευτή του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε οικονομικά στο… …   Dictionary of Greek

  • Βίνσεντ, Τζιν — (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ, με ένα και μόνο τραγούδι του, το Be Bop A Lula,… …   Dictionary of Greek

  • Κρούπα, Τζιν — (Gene Crupa, Σικάγο 1909 – Γιόνκερς 1973). Αμερικανός ντράμερ της τζαζ. Εμφανίστηκε σε μία εποχή όπου τα ντραμς αποτελούσαν ένα παραγνωρισμένο μουσικό όργανο, περιορισμένο σε αυστηρή ρυθμική συνοδεία. Η εκπληκτική τεχνική του κατάρτιση και οι… …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”